- οργαστήριον
- ὀργαστήριον, τὸ (Α)(αντί οργιαστήριον) τόπος τέλεσης οργίων, μυστηρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ὀργιαστήριον < ὀργιάζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. θυσιασ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀργαστήριον — a place of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργαστηρίῳ — ὀργαστήριον a place of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐργαστήριον — ἐργαστήριον , ἐργαστήριον any place in which work is done neut nom/voc/acc sg ὀργαστήριον , ὀργαστήριον a place of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)